κακόπιστος — η, ο (AM κακόπιστος, ον) αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, ο κακής πίστεως, δόλιος, ανειλικρινής νεοελλ. αυτός που διαστρέφει την αλήθεια για δικό του όφελος μσν. αρχ. αυτός που έχει εσφαλμένη θρησκευτική πίστη, αιρετικός, κακόδοξος. επίρρ...… … Dictionary of Greek
αλλοπρόσαλλος — η, ο (Α ἀλλοπρόσαλλος, ον) 1. αυτός που αποκλίνει πότε προς τον έναν και πότε προς τον άλλον, ευμετάβλητος, ασταθής 2. κακόπιστος, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. ἄλλο πρὸς ἄλλον (λέγων)] … Dictionary of Greek
ζαβολιάρης — άρα και άρισσα, ικο [ζαβολιά] 1. αυτός που κάνει ζαβολιές στο παιχνίδι και προσπαθεί να κερδίσει αντικανονικά και με απάτη 2. ο δύστροπος ή κακόπιστος στις συναλλαγές … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοπιστία — η (AM κακοπιστία) [κακόπιστος] η ιδιότητα τού κακόπιστου, έλλειψη καλής πίστεως, ειλικρίνειας, έλλειψη εμπιστοσύνης, δολιότητα νεοελλ. κακόπιστη πράξη, κακής πίστεως ενέργεια … Dictionary of Greek
ՉԱՐԱՀԱՒԱՏ — (ի, ից.) NBH 2 0567 Chronological Sequence: Unknown date, 11c ա. κακόπιστος perfidus. Մոլորեալ ի հաւատս. չարափառ. անզգամ. *Անհաւատքն ուրանան զամենայն վասն յարութեանն. իսկ չարահաւատքն անարժանապէս եւ անզգայութեամբ ի ճշմարտութեան յուսոյն անկան. Եպիփ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
αλλοπρόσαλλος — η, ο επίρρ. α άστατος, ευμετάβολος, κακόπιστος: Δεν μου αρέσει αυτός ο άνθρωπος έχει αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μασκαρένιος, -ια, -ιο — αυτός που ταιριάζει σε μασκαρά, αναξιοπρεπής, ανήθικος, κακόπιστος: Έχει μασκαρένια συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σερέτης — ο (λ. τουρκ.), θηλ. ισσα αυτός που σκόπιμα διαστρέφει την αλήθεια, κακόπιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συζητητής — ο αυτός που συζητά ή αυτός που έχει την ικανότητα να συζητά: Αποδείχτηκε κακόπιστος συζητητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)